Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Οι ερευνητές δεν τολμούν να ερευνήσουν









    Η τουρκάλα κοινωνιολόγος Πινάρ Σελέκ πλήρωσε πολύ ακριβά τις κριτικές εργασίες της για τα παιδιά του δρόμου, τους τρανσεξουαλικούς, τη στρατιωτική θητεία και το κουρδικό ζήτημα. Φυλακίστηκε και υπέστη βασανιστήρια επί δυόμισι χρόνια για τη «βομβιστική επίθεση» που υποτίθεται ότι διέπραξε το 1998 στην Αιγυπτιακή Αγορά της Κωνσταντινούπολης. Ομως, στις 9 Φεβρουαρίου του 2011, αθωώθηκε για τρίτη φορά από τη Δικαιοσύνη.
   
    Οπως, εξάλλου, συνέβη και στις προηγούμενες δίκες της, το 2006 και το 2008, οι δικαστές αναγνώρισαν ότι η έκρηξη οφειλόταν στην τυχαία ανάφλεξη μιας φιάλης υγραερίου και ότι οι ομολογίες της που παρουσιάστηκαν στη δίκη είχαν αποσπαστεί με βασανιστήρια. Ευτυχώς, οι δυτικοί συνάδελφοί της, που κινητοποιήθηκαν δυναμικά για να επιτύχουν την απελευθέρωσή της, δεν κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με παρόμοιους κινδύνους. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να πληρώσουν κάποιο τίμημα. Πράγματι, η ελευθερία τους περιορίζεται από πολύ πιο αδιόρατες μορφές λογοκρισίας.

    Ας φανταστούμε -βασιζόμενοι σε πραγματικά γεγονότα- ότι οι εργασίες ενός ερευνητή αποδεικνύουν ότι οι μαθητές ενός σχολείου δεν μαθαίνουν τίποτα ή, ακόμα χειρότερα, ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η σχολική μονάδα τούς εμποδίζει να μάθουν ακόμα και το παραμικρό, καθώς η οργάνωσή της θυμίζει περισσότερο φυλακή παρά σχολείο. Οταν ο ερευνητής θα προσπαθήσει να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, είναι πολύ πιθανό η πλέον έγκυρη πανεπιστημιακή επιθεώρηση του κλάδου του να θεωρήσει ότι τα συμπεράσματά της δεν ανταποκρίνονται στις μεθοδολογικές απαιτήσεις του εντύπου: κατά τη γνώμη της, έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα αυστηρότερο στατιστικό πλαίσιο ή ένα πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα. Κι όμως, είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι η ίδια επιθεώρηση δεν διατυπώνει καμία παρόμοια κριτική όταν πρόκειται για άρθρα των οποίων τα συμπεράσματα πιθανότατα δεν θα πυροδοτήσουν καμία πολεμική. Στην πρώτη περίπτωση, το πρόσχημα της έλλειψης μεθοδολογικής αυστηρότητας επιτρέπει τη συγκάλυψη της λογοκρισίας με εργαλείο τα επιστημονικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα, ο ερευνητής τιμωρείται επειδή αποδεικνύει κάτι που οι υπεύθυνοι και οι φορείς που κατέχουν την εκπαιδευτική εξουσία δεν θέλουν να ακούσουν ή να γίνει δημόσια γνωστό.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
    Ασφαλώς, για κάθε γνωστικό πεδίο που αποτελεί αντικείμενο έρευνας υπάρχουν δεκάδες επιθεωρήσεις. Συνεπώς, ένα άρθρο το οποίο θα απορριφθεί από μία εξ αυτών έχει ακόμα αρκετές πιθανότητες να δημοσιευτεί σε κάποια άλλη. Είναι αληθές, αλλά υπάρχουν κι άλλες μορφές αντιποίνων με πολύ σοβαρότερες συνέπειες. Ετσι, είναι πιθανό ο ερευνητής να αντιμετωπίσει στη συνέχεια μεγάλες δυσκολίες όταν θα αναζητήσει κονδύλια για τα ερευνητικά του προγράμματα: αυτό θα του μάθει τι σημαίνει να αρνείσαι να υπακούσεις στους θεσμούς που ελέγχουν το γνωστικό σου αντικείμενο. Επιπλέον, θα δυσκολευτεί να βρει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για την πραγματοποίηση των ερευνών του ή άτομα που θα είναι πρόθυμα να απαντήσουν στα ερωτηματολόγιά του ή να δεχθούν να αποτελέσουν αντικείμενο παρατήρησης. Το ίδιο ενδέχεται να συμβεί και όσον αφορά την πρόσβαση στην τεκμηρίωση που θα χρειαστεί. Αντίθετα, οι πιο συνετοί ερευνητές, των οποίων οι εργασίες δεν ενοχλούν τους θεσμούς που θα μπορούσαν να τους δημιουργήσουν παρόμοια προβλήματα, έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν ανενόχλητα το ερευνητικό τους έργο.

    Καθώς οι συγκεκριμένες μέθοδοι ελέγχου είναι αρκετά οφθαλμοφανείς, καταγγέλλονται από την επιστημονική κοινότητα και δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται υπερβολικά συχνά. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες μορφές λογοκρισίας, ακόμα πιο ύπουλες κι επικίνδυνες, οι οποίες κρύβονται πίσω από αθώες ή και αξιοσέβαστες ονομασίες. Χωρίς αμφιβολία, η χειρότερη από αυτές είναι η «προστασία των ανθρώπινων υποκειμένων της έρευνας». Ο όρος προέρχεται από την ιατρική έρευνα, όπου αποδείχθηκε αναγκαίος για να προστατευθούν τα άτομα από τις καταχρήσεις που διαπράττουν αδίστακτοι γιατροί ή γιατροί που αδιαφορούν για τις ανθρώπινες και κοινωνικές επιπτώσεις των πειραμάτων τους. Για παράδειγμα, τα μέλη μιας ερευνητικής ομάδας με παρόμοια νοοτροπία, τα οποία μελετούν το κατά πόσον ο καρκίνος μπορεί να συμπεριφερθεί ως λοιμώδης ασθένεια, θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να εισαγάγουν καρκινικά κύτταρα σε υγιή άτομα και να παρακολουθήσουν την εξέλιξή τους. Φυσικά, τα άτομα που θα καλούνταν να συμμετάσχουν σε παρόμοιο πείραμα θα αρνούνταν εάν γνώριζαν την πραγματική φύση του. Ομως, οι ερευνητές θα μπορούσαν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι, σε τελική ανάλυση, η πρόοδος της επιστήμης απαιτεί θυσίες ανθρώπινης ζωής -είτε με τη συγκατάθεση των ατόμων είτε όχι- και ότι, συνεπώς, δεν πρέπει να τους πουν την αλήθεια.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
    Μπορεί ένα τόσο ακραίο παράδειγμα να είναι ανατριχιαστικό, εντούτοις πολλά πραγματικά περιστατικά δεν απέχουν και πολύ από αυτήν την πραγματικότητα. Στη Βόρεια Αμερική, για να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη τέτοια κατάχρηση εμπιστοσύνης, με τα σκάνδαλα που συνεπάγεται, οι εμπλεκόμενοι κυβερνητικοί θεσμοί έχουν επιβάλει στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα, που συνήθως συνδέονται με αυτά, ορισμένες απαιτήσεις, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονται σε ιδιαίτερα αυστηρούς περιορισμούς. Στο εξής κάθε επιστημονική έρευνα της οποίας το αντικείμενο είναι ανθρώπινα όντα οφείλει να εξασφαλίζει την έγκριση μιας επιτροπής η οποία αποτελείται από καθηγητές και μέλη που ορίζονται από την κυβέρνηση και τη δημόσια διοίκηση. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας και η ακριβής φύση των κριτηρίων αξιολόγησης αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια κάθε ακαδημαϊκού ιδρύματος.

    Από αυτές τις αξιέπαινες προθέσεις γεννήθηκε ένα τέρας: το Human Subjects Review Board (Επιτροπή Αξιολόγησης των Ερευνών πάνω σε Ανθρώπινα Υποκείμενα). Δεν διαθέτουν όλα τα ακαδημαϊκά ιδρύματα παρόμοια επιτροπή, όπως επίσης και όλες οι επιτροπές δεν διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες. Συχνά, το καθηγητικό σώμα έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει τον έλεγχό τους, έτσι ώστε να λειτουργούν χωρίς να εμποδίζουν το ερευνητικό έργο. Ομως, σε πολλές περιπτώσεις, οι επιτροπές έχουν μεταβληθεί σε πραγματική μάστιγα, η οποία εξαπλώνεται πέρα από οτιδήποτε θα μπορούσαν να φανταστούν η αμερικανική και η καναδική κυβέρνηση.

    Η διαδικασία αξιολόγησης έχει λάβει τέτοια μορφή και βαρύτητα ώστε, εάν εφαρμοζόταν παντού, θα καθίστατο σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, και ιδιαίτερα σε εκείνες που στηρίζονται στην επιτόπια παρατήρηση κοινωνικών δομών (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και πολιτική επιστήμη). Ο ερευνητής που παρατηρεί άτομα που κινούνται στον ιδιωτικό ή στον εργασιακό τους χώρο οφείλει θεωρητικά να εξασφαλίσει γραπτή άδεια από κάθε πρόσωπο, αφού προηγουμένως του εξηγήσει όλους τους δυνητικούς κινδύνους που εγκυμονεί η παρατήρηση στην οποία θα το υποβάλει. Τη δεκαετία του 1950, πέρασα τρία χρόνια μελετώντας τη ζωή των φοιτητών ιατρικής. Εάν ίσχυαν τότε παρόμοιες προϋποθέσεις, θα έπρεπε να είχα εξασφαλίσει την «πλήρη συγκατάθεσή τους», όπως επίσης και τη συγκατάθεση κάθε εργαζόμενου στο νοσοκομείο ή κάθε ασθενή (δηλαδή εκατοντάδων ατόμων), αφού προηγουμένως θα τους είχα εξηγήσει ποιος ήμουν και τι ακριβώς έκανα. Απλούστατα, η έρευνα που πραγματοποίησα και το βιβλίο που προέκυψε από αυτήν(1) θα ήταν εντελώς αδύνατον να πραγματοποιηθεί.

    Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις ερευνητικές εργασίες που διεξάγονται σήμερα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών δεν θα είχαν ολοκληρωθεί εάν εφαρμόζονταν με αυστηρότητα και αμεροληψία οι συγκεκριμένοι κανόνες, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι τελικά δεν εφαρμόζονται. Ορισμένοι ερευνητές βρίσκονται κάτω από στενή επιτήρηση και είναι υποχρεωμένοι να συμπληρώνουν εκατοντάδες έντυπα, να περιγράφουν με ακρίβεια κάθε πράξη στην οποία σκοπεύουν να προβούν και να εγγυώνται ότι θα συμμορφωθούν με κανόνες που είναι αδύνατον να τηρηθούν. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να νοιάζονται για παρόμοιες δεσμεύσεις, καθώς το μόνο που τους ζητείται είναι να προβούν σε μερικές ασαφείς υποσχέσεις περί σεβασμού των υποκειμένων της έρευνας. Στη συνέχεια μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Εύκολα μαντεύει κανείς ότι ο βαθμός ελευθερίας του ερευνητή συνδέεται στενά με την ιεραρχική θέση του καθενός μέσα στο ακαδημαϊκό ίδρυμα στο οποίο εργάζεται. Οι φοιτητές και εκείνοι που ετοιμάζουν το διδακτορικό τους περνάνε μέρες -ή και ολόκληρες εβδομάδες- ετοιμάζοντας τον φάκελό τους, τη στιγμή που ορισμένοι καθηγητές, οι οποίοι μπορούν να επικαλεστούν το πλήθος των δημοσιεύσεών τους και τη χρηματοδότηση που έχουν λάβει στο παρελθόν, δεν είναι αναγκασμένοι να απασχολούνται με διαδικασίες τέτοιου είδους. Καθώς έχουν αποδείξει ότι ήταν ικανοί να παραγάγουν τον τύπο των εργασιών που το ακαδημαϊκό τους ίδρυμα περιμένει από αυτούς, δεν χρειάζεται να πείσουν μια επιτροπή η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελείται από ομότιμούς τους και, συνήθως, από ερευνητές λιγότερο διακεκριμένους από τους ίδιους.

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
    Η διαφορετική αντιμετώπιση ερμηνεύεται εύκολα εάν κάποιος συνειδητοποιήσει τις πραγματικές ανάγκες των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, να εξασφαλίσουν, δηλαδή, χρηματοδότηση για τα ερευνητικά τους προγράμματα -χρηματοδότηση η οποία είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία τους- να αποφύγουν κάθε σκάνδαλο το οποίο θα μπορούσε να ξεσπάσει στην περίπτωση που θα θιγόταν η σωματική ή η ηθική ακεραιότητα ενός ατόμου που αποτελεί υποκείμενο μιας ερευνητικής εργασίας, να μην ενοχλήσουν κάποιο άτομο ή θεσμό, που δυνητικά θα μπορούσε να μετατραπεί σε εχθρό, εντέλει να μην κηλιδώσουν την καλή εικόνα τόσο των ερευνητών όσο και των ιθυνόντων του ιδρύματος.

    Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι τέτοιες απαιτήσεις προστατεύουν τα υποκείμενα μιας έρευνας μονάχα με έμμεσο τρόπο. Τα πανεπιστήμια φοβούνται μήπως αναφερθεί το όνομά τους στα τηλεοπτικά δελτία επειδή κάποιος από τους ψυχολόγους τους χρησιμοποίησε τις ερευνητικές του εργασίες για να πείσει φοιτητές να συνάψουν ερωτική σχέση μαζί του ή να γράφουν κείμενα στη θέση του. Φοβούνται επίσης μήπως μηνυθούν από κάποιο άτομο το οποίο θα θεωρήσει ότι η δημοσίευση των αποτελεσμάτων μιας έρευνας τράβηξε πάνω του την προσοχή κατά τρόπο ώστε να βλάπτεται, να γελοιοποιείται ή να προσβάλλεται το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος είναι ιδιαίτερα έντονος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η τάση για προσφυγή στη Δικαιοσύνη οδηγεί σε ακρότητες, αλλά υπάρχει επίσης και σε άλλες χώρες. Συχνά προβάλλεται η απειλή της υποβολής μήνυσης όταν η δημοσίευση μιας έρευνας αποκαλύπτει μια πληροφορία που βλάπτει τη φήμη ενός ατόμου ή ενός θεσμού.

ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
    Για παράδειγμα, οι ερευνητές που προβαίνουν στην αυστηρή επιστημονική ανάλυση των κλοπών ή των καταχρήσεων που διαπράττονται από τους υπαλλήλους και τη διεύθυνση μιας εταιρείας, μπορεί να κατηγορηθούν ότι παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή των εμπλεκόμενων ατόμων, κυρίως των υψηλά ιστάμενων στελεχών.

    Εκτός του ότι αυτές οι υποχρεωτικές προφυλάξεις καθιστούν ακόμα πιο δύσκολη την εργασία των ερευνητών, έχουν επίσης και ακόμα βαθύτερες επιπτώσεις. Πράγματι, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ακαδημαϊκής κουλτούρας όπου οι εξαναγκασμοί και τα όρια που επιβάλλονται στην έρευνα εκλαμβάνονται ως κάτι το φυσιολογικό. Ιδιαίτερα από τους αρχάριους, οι οποίοι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν το γεγονός ότι υποχρεώνονται να προσαρμόσουν την ερευνητική τους εργασία στις απαιτήσεις των ακαδημαϊκών θεσμών και καταλήγουν να θεωρούν τις συγκεκριμένες απαιτήσεις ως κάτι το εγγενές σε κάθε ερευνητικό πρόγραμμα. Ετσι, για τους αμερικανούς φοιτητές που ετοιμάζουν το διδακτορικό τους, το να παρουσιαστούν ενώπιον μιας επιτροπής αξιολόγησης που έχει συσταθεί ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό αποτελεί μέρος της πανεπιστημιακής ρουτίνας και θεωρείται απλώς ένα επιπλέον εμπόδιο που οφείλουν να ξεπεράσουν, τη στιγμή που, στην πραγματικότητα, οι επιτροπές τούς εμποδίζουν να ακολουθήσουν τη διαίσθησή τους.

    Εάν η επόμενη γενιά των ερευνητών αποδεχθεί τους σημερινούς περιορισμούς, το μέλλον των κοινωνικών επιστημών θα είναι εξαιρετικά σκοτεινό. Δεδομένου ότι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν τις ιδέες που το ακαδημαϊκό κατεστημένο μπορεί να θεωρήσει παράξενες ή ύποπτες, ότι επίσης δεν θα έχουν το δικαίωμα να κάνουν λάθος στην προσπάθειά τους να καινοτομήσουν, θα μετατραπούν απλώς σε ειδικούς των δημοσίων σχέσεων. Οσο κι αν η θεσμοποίηση των ηθικών κανόνων μπορεί να φαίνεται μια εξαίρετη ιδέα για τους ιθύνοντες των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, αποτελεί έναν πραγματικό κίνδυνο για τη γνώση που αυτοί οι θεσμοί υποτίθεται ότι προστατεύουν και αναπτύσσουν.

(1) Howard S. Becker, Blanche Geer, Everett C. Hughes και Anselm Ι. Strauss, «Boys in White: Student Culture in Medical School», University of Chicago Press, 1961;

Πρωτοδημοσιεύτηκε στη LE MONDE diplomatique
και αναδημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 15-05-2011.

Κρίση τραπεζών ή κρίση κρατών;
















    Η σημερινή πολύπλευρη κρίση είναι αποτέλεσμα της μετακίνησης πλούτου και ισχύος από τη Δύση, ιδιαίτερα από την Ε.Ε., στις αναδυόμενες δυνάμεις της Ανατολής. Της διάσπασης της Ε.Ε. σε ελλειμματικές και πλεονασματικές ζώνες. Της άνισης κατανομής πλούτου και εισοδήματος στο εσωτερικό των κοινωνιών της Ε.Ε. Του γεγονότος ότι τα μέτρα που λαμβάνει επιταχύνουν τις προαναφερόμενες ανισότητες.

    Οι δυνάμεις που κερδίζουν στην Ε.Ε. από την κρίση εμφανίζουν ως αποκλειστική αφετηρία και πηγή της κρίσης τα κράτη. Στην πραγματικότητα η κρίση είχε παγκοσμίως ως πηγή της τον ιδιωτικό τομέα. Στο δε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις τράπεζες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς πώς ξεκίνησε η κρίση από τις ΗΠΑ, με την κατάρρευση μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδιωτικών θεσμών οι οποίοι σώθηκαν με την εν μέρει κρατικοποίησή τους. Ανάλογα, στην Ελλάδα, επί κυβέρνησης Καραμανλή, τα πρώτα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης αφορούσαν τον τραπεζικό τομέα.

    Με τις προσβάσεις που αυτός ο τομέας διαθέτει στο ίδιο το Δημόσιο, στα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα στην τηλεόραση, καθώς και τους εκατοντάδες δημοσιογράφους που έχει στη δούλεψή του, μπόρεσε να αποκρύψει το ρόλο του ως αιτίας και επιταχυντή της κρίσης. Η κρίση είναι αποτέλεσμα της διττής εξυπηρέτησης των συμφερόντων των τραπεζών. Αφενός τα εθνικά κράτη παρενέβησαν ποικιλότροπα προκειμένου να σώσουν τις «δικές τους» τράπεζες, αφετέρου οι ισχυροί της Ε.Ε. υποχρέωσαν τα πλέον αδύνατα κράτη, Ιρλανδία και Ελλάδα -και το ίδιο επιδιώκουν με την Πορτογαλία- να περάσουν σε καθεστώς συγκεκριμένων «μνημονίων» προκειμένου να σωθούν οι τράπεζες των ισχυρών και ιδιαίτερα η κερδοφορία τους.

    Η κρίση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας συνδέονται, λοιπόν, διττώς με το τραπεζικό σύστημα. Αφενός οι τράπεζες και οι λανθασμένες επιλογές τους είναι σημαντική αιτία και πηγή της κρίσης. Ιδιαίτερα δε διότι οι ιδιοκτήτες τους απέφευγαν να βάλουν λεφτά από την τσέπη τους προκειμένου να τις σώσουν, ή, ορθότερα, να επενδύσουν τμήμα των υπερκερδών που έκαναν στο παρελθόν στις δικές τους τράπεζες. Και δεν χρειάστηκε να το κάνουν διότι το «έργο» αυτό το ανέλαβε το ελληνικό και το ιρλανδικό κράτος. Αφετέρου η αδύναμη θέση των τραπεζών από τη Γερμανία και τη Γαλλία, πρωτίστως της πρώτης, που δεν είναι ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά, τις έκανε ευάλωτες στις προβληματικές επενδύσεις που είχαν στις ελλειμματικές χώρες. Κίνδυνο που ανέλαβαν να πληρώσουν οι ίδιες οι ελλειμματικές χώρες. Οι τελευταίες υποτάχτηκαν στα βραχυχρόνια συμφέροντα αυτών των τραπεζών.

    Ουσιαστικά η Ε.Ε. αποφάσισε κάτω από την ημιηγεμονία των Γερμανών να καλέσει τους πολίτες του Νότου να πληρώσουν την κρίση από την τσέπη τους και να αφεθεί άθικτο το τραπεζικό σύστημα. Ο θεμελιακός μηχανισμός ήταν ο δανεισμός των τραπεζών με 1% από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, ενώ τα κράτη εξαναγκάστηκαν να δανείζονται με 5% έως και 6,5% από τις τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η τοκογλυφία γνωρίζει σήμερα στην Ε.Ε. ημέρες δόξας. Και το κυριότερο, από τη μετάθεση των κινδύνων από τις τράπεζες στα κράτη του Νότου προέκυψε πληθωρισμός και βαθιά ύφεση, με αρνητικές προοπτικές σε χώρες όπως η Ελλάδα. Κατά συνέπεια ο Βορράς μάλλον μας χρωστά, παρά του χρωστάμε. Αυτό είναι καλό να το θυμούνται όσοι διαπραγματεύονται το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου.

Από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Σε αναζήτηση μοντέλου για την κατανόηση των παγκόσμιων γεγονότων





    Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ κατέληξε σ' ένα καθεστώς υπό το οποίο ο κόσμος ένιωθε σχετικά άνετα να ζει, ένα καθεστώς εύθραυστης διπολικότητας που συχνά αποκαλούνταν «ισορροπία τρόμου».

    Ωστόσο, ακόμη και σ' εκείνη τη σκοτεινή περίοδο τρεις έννοιες επιβίωσαν της ιδεολογικής μυωπίας: το κράτος-έθνος, η ιερότητα της εθνικής κυριαρχίας και η έννοια των συμμαχιών.
Στην περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκαν συμμαχίες προκειμένου να ενισχυθούν οι δυνατότητες των μικρών κρατών να υπερασπίζονται τα εθνικά τους συμφέροντα, δανειζόμενα προσωρινώς τη δύναμη άλλων, αλλά χωρίς να υποθηκεύουν τη δική τους εθνική κυριαρχία. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου κράτη-έθνη επέλεξαν την ομπρέλα της συλλογικής ασφάλειας για να ξεκαθαρίσουν λογαριασμούς τους με ιστορικούς τους εχθρούς ή να κρύψουν το σκοτεινό τους παρελθόν. Η Τουρκία και η Αλβανία είναι δύο χώρες που μπορούμε να πούμε ότι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Οποιοι κι αν ήταν οι λόγοι ένταξης, η μακροβιότητα των συμμαχιών εξαρτιόταν από την ύπαρξη εχθρών και φόβου.

    Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου κυριαρχούσαν δύο πολυεθνικές συμμαχίες, το ΝΑΤΟ και το Συμφώνο της Βαρσοβίας. Καθεμιά είχε την άλλη ως λόγο ύπαρξης, ενώ και οι δύο ισχυρίζονταν ότι εξασφάλιζαν ισότητα στη λήψη αποφάσεων, διαφυλάσσοντας έτσι την κρίσιμη έννοια της συλλογικής ασφάλειας και της εθνικής κυριαρχίας. Οι αποφάσεις του ΝΑΤΟ υποτίθεται ότι λαμβάνονταν μέσω συναίνεσης, ενώ τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας επικροτούσαν ομοφώνως τις αποφάσεις που λαμβάνονταν a priori στη Μόσχα.

    Ανεξαρτήτως του τρόπου λειτουργίας αυτών των δύο συμμαχιών σε καιρό ειρήνης, η ύπαρξή τους προσδιόριζε μια εποχή κι έκανε τα θεωρητικά μοντέλα να φαίνονται σύνθετα κι εξελιγμένα. Εν συνεχεία χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των διεθνών υποθέσεων πολλές άλλες έννοιες που σήμαιναν στην ουσία το ίδιο πράγμα. Μερικές από αυτές ήταν η συλλογική ασφάλεια, η διπολικότητα και η ισορροπία δυνάμεων με την ευρεία έννοια. Ομως όλα αυτά τα πομπώδη μοντέλα ανάλυσης αντικαταστάθηκαν από ένα «σύστημα λέσχης» το οποίο ανέδειξε τις παγκόσμιες συντεχνίες στη θέση που παραδοσιακά ανήκε στα κράτη-έθνη. Τα κράτη και οι κυβερνήσεις ενεργούν τώρα ως συντεχνιακές οργανώσεις. Υπό τον μανδύα ενός «νέου συστήματος» το διεθνές δίκαιο παραγνωρίζεται, οι καταστατικοί χάρτες των συμμαχιών παραβιάζονται, οι συνθήκες και οι διεθνείς κανόνες επαναπροσδιορίζονται, με ψευδολογίες που ταιριάζουν σε μεθυσμένους ναύτες, προκειμένου να διευκολύνουν ενέργειες αμφίβολης νομιμότητας.

    Είναι προφανές ότι οι κερδοσκόποι έχουν χάσει την υπομονή τους με τις τυπικότητες του διεθνούς δικαίου και συνεχίζουν να πιέζουν τις κυβερνήσεις να τους στρώσουν τον δρόμο προς τη συσσώρευση πλούτου. Σ' αυτόν τον τολμηρό νέο κόσμο, οι συντεχνιακές κλίκες προχωρούν σ' αυτό που ένας κάποιος ανόητος, ονόματι Καρλ Μαρξ, θέλησε αλλά δεν πέτυχε: την ισοπέδωση της εθνικής ταυτότητας.

    Σε συναντήσεις που πραγματοποιούνται ετησίως σε απομακρυσμένες περιοχές, μια αυτο-διαιωνιζόμενη κλίκα χαράζει «πολιτικές» για τον υπόλοιπο κόσμο. Νταβός, Μπίντελμπεργκ και Βέιλ (Κολοράντο) παρέχουν ασφαλή φόρα όπου επίδοξοι διανοητές και κυνηγοί του υψηλού κύρους μπορούν να συγχρωτιστούν μακριά από ενοχλητικούς διαδηλωτές. Οι κανόνες διαμορφώνονται ad hoc από ένα κλειστό κλαμπ μεγάλων παικτών σε αναζήτηση παρανομίας. Σ' αυτά τα κονκλάβια δεν χρειάζονται πληβείοι. Κατά παρόμοιο τρόπο δημιουργήθηκε η Ομάδα των Εφτά (G7), μια εντελώς «άτυπη οντότητα», χωρίς κανόνες, καταστατικό χάρτη ή δομή. Με άλλα λόγια, ένα «κλαμπ». Αργότερα, και μάλλον απρόθυμα, έγινε G8 με την προσθήκη της Ρωσίας, ο ρόλος της οποίας υποβαθμίστηκε κατά τη μεταμόρφωση της ομάδας σε G20. Η εμβέλεια της G20 επεκτάθηκε πέραν της Ευρώπης αλλά πάντα χωρίς κανόνες, εκτός από το ότι οι νεοφώτιστοι έπρεπε να συνδέσουν το βαγόνι της οικονομίας τους με τους διεθνείς επενδυτές και να συμπεριφέρονται αναλόγως.

    Σ' αυτό το περιβάλλον, η στρατιωτική ισχύς, το διεθνές δίκαιο και οι συμμαχίες πρέπει ν' αλλάξουν τους ρόλους τους. Η στρατιωτική δύναμη αποδομεί τα κράτη και δημιουργεί ευκαιρίες για «ανάπτυξη», ενώ το διεθνές δίκαιο και οι συμμαχίες μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι συμμαχίες αναγκάζονταν να αναλάβουν έναν παθητικό ρόλο έναντι αποφάσεων που λαμβάνονταν εκτός του καταστατικού τους χάρτη και οι διεθνείς οργανισμοί δωροδοκούνταν, εξαναγκάζονταν ή εκβιάζονταν για να δώσουν την ευλογία τους στην παρανομία. Από τους Βαλκανικούς πολέμους της δεκαετίας του '90 και μετά, οι συναινετικές αποφάσεις στο ΝΑΤΟ έδωσαν τη θέση τους σε «συμμαχίες προθύμων». Το δυσλειτουργικό Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ανακηρύχθηκε de facto σε «διεθνή κοινότητα» της οποίας η βούληση μπορούσε να επιβληθεί με έναν από τους δύο τρόπους: με τη μετατροπή του ΝΑΤΟ σε υπηρεσία ενοικίασης ισχύος ή με πλήρη παράκαμψη της Συμμαχίας από τις ad hoc «συμμαχίες των προθύμων». Με την εδραίωση αυτού του σοφίσματος, το ΝΑΤΟ είναι πλέον διαθέσιμο ν' αναλαμβάνει αποστολές «εκτός περιοχής» και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παρέχει νομιμότητα στην παρανομία.

    Το σύστημα των κρατών-εθνών εξαφανίζεται και ο κόσμος οπισθοδρομεί προς την εποχή της μετα-ναπολεονικής Ευρώπης. Οπως τότε έτσι και τώρα, πέντε αυτοκράτορες αποφασίζουν για την τύχη των εθνών και ενίοτε, όταν παρουσιάζεται η ευκαιρία, αλληλομαχαιρώνονται. Δυστυχώς η αναζήτησή μας για ένα «χρησιμοποιήσιμο μοντέλο» για την κατανόηση του κόσμου οδηγεί σε ένα προφανές συμπέρασμα: ο κόσμος είναι εκ βουλήσεως και κατασκευής χαοτικός, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος έχουν σβηστεί, ο πόλεμος έχει ιδιωτικοποιηθεί και η εποχή της δουλείας της υψηλής τεχνολογίας επιβάλλεται με αδίστακτους ρυθμούς και μέσα.

Από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Μεταμοσχεύσεις και Ελληνική Κοινωνία

Σύμφωνα με το λεξικό ο όρος «κοινωνία» αντιπροσωπεύει ένα σύνολο συνειδητών ανθρωπίνων σχέσεων που βασίζονται σε κοινές πολιτισμικές παραστάσεις. Η έννοια της κοινωνίας ωστόσο υπερβαίνει κατά πολύ τον παραπάνω ορισμό, αν ειδωθεί ως το δίχτυ που μας επιτρέπει να ελέγχουμε καθημερινά τους φόβους με τους οποίους ερχόμαστε αντιμέτωποι ακροβατώντας επάνω στο σχοινί του βίου μας. Για να μπορέσει όμως ένα τέτοιο δίχτυ να κάνει τη δουλειά του θα πρέπει να  απαρτίζεται από ενεργούς πολίτες, πολίτες ικανούς να διαμορφώνουν και να στηρίζουν κοινά αποδεκτούς θεσμούς που λειτουργούν. Στις ώριμες και ανεπτυγμένες κοινωνίες οι θεσμοί είναι ζωντανοί και οι πολίτες τους εμπιστεύονται. Στην Ελλάδα κάτι τέτοιο αποτελεί θέμα για προβληματισμό, ιδιαίτερα σήμερα που βρισκόμαστε για τα καλά μέσα σε μια πρωτόγνωρη κρίση, κρίση οικονομική αλλά και κρίση αξιών και εμπιστοσύνης στην κοινή μας πορεία. Στους δύσκολους αυτούς καιρούς το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα προσχέδιο νόμου για τις μεταμοσχεύσεις και τη δωρεά οργάνων. Το παραπάνω νομοσχέδιο, στην προσπάθειά του να επιλύσει πρακτικά θέματα που αφορούν στις μεταμοσχεύσεις, ώθησε την ελληνική κοινωνία να κοιταχτεί για άλλη μια φορά στον καθρέφτη.
Με αφορμή λοιπόν το εν λόγω νομοσχέδιο ξεκίνησε ένας έντονος κοινωνικός διάλογος. Σημεία αιχμής του διαλόγου που δίχασε τους Έλληνες αποτελούν η «εικαζόμενη συναίνεση» και ο «συναισθηματικός δότης», δυο έννοιες με σημαντική ιστορία στην Ευρώπη, που τέθηκαν όμως για πρώτη φορά στην κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Φυσικά και μόνο το γεγονός πως ξεκίνησε ένας τέτοιος διάλογος, αν και όχι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, είναι κάτι το πολύ θετικό. Ο κόσμος ενημερώνεται πως υπάρχουν συνάνθρωποί μας που πάσχουν, προβληματίζεται με θέματα που μας αφορούν όλους και καλείται να πάρει θέση σε κρίσιμα διλλήματα. Ωστόσο, ο ατυχής τρόπος με τον οποίον το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε εν είδει πυροτεχνήματος, χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους πρακτικός ή επικοινωνιακός σχεδιασμός, ενεργοποίησε αυτόματα τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, έδωσε τροφή σε σειρά σεναρίων συνομωσίας και έριξε νερό στο μύλο της ημιμάθειας και της στείρας άρνησης που τόσο ταλαιπωρεί την κοινωνία μας.
Για παράδειγμα, όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την εντελώς ακατάλληλη χρονική συγκυρία που επιλέχθηκε για να τεθεί άνωθεν ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, εν μέσω κρίσης, είχαν σαν αποτέλεσμα η «εικαζόμενη συναίνεση» να γίνει αντιληπτή από πολλούς ως στέρηση αυτοδιάθεσης και ελεύθερης βούλησης και όχι ως αυτονόητη αναγνώριση της αξίας της ζωής και ύψιστη μορφή κοινωνικού αλτρουισμού που δηλώνει απερίφραστα τη βούληση της κοινωνίας να συμπαρασταθεί στα αδύναμα μέλη της. Έτσι, τόσο στον τύπο όσο και στο διαδίκτυο διαβάσαμε για «δότες με το στανιό», για «δωρητές οργάνων με το… ζόρι», για «καταναγκαστική φιλαλληλία», ακόμη και για «παραχώρηση των οργάνων μας μετά θάνατον σε εμπόρους και πρόθυμους γιατρούς». Όλα αυτά φανερώνουν πως το αμφιλεγόμενο προσχέδιο νόμου όχι μόνο δε βοηθά την ελληνική κοινωνία να υπερβεί τον ανείπωτο υπαρξιακό φόβο που συνοδεύει ζητήματα ζωής και θανάτου όπως οι μεταμοσχεύσεις, αλλά τον επιτείνει, καθώς οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τους θεσμούς ως απειλή που τίθεται εκ των άνω και όχι ως αποτέλεσμα διαλόγου και αμοιβαίων συμβιβασμών. Επιπλέον, γίνεται ολοφάνερο πως για τους Έλληνες το πρόβλημα το έχουν πάντα οι άλλοι. Έτσι με μεγάλη ευκολία διαχωρίζουμε την κοινωνία σε υγιείς και ασθενείς, σε λήπτες και δότες, φτύνοντας τον κόρφο μας. Είναι τραγικό το ότι δεν είμαστε σε θέση να συνειδητοποιήσουμε πως ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί ανά πάσα στιγμή από τη μια ή την άλλη πλευρά της γραμμής πίσω από την οποία περιχαρακωνόμαστε. Λήπτες και δότες είμαστε όλοι πρόσωπα της ίδιας κοινωνίας και ο άνθρωπος που θα έχει αύριο ανάγκη από κάποιο όργανο για να παραμείνει στη ζωή μπορεί να είναι ο πατέρας μας, ο γιός μας ή κι εμείς οι ίδιοι.
      Η έλλειψη εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας στους θεσμούς της γίνεται φανερή κι από τις ίδιες τις θέσεις του συλλόγου μας που, στην προσπάθειά του να προφυλάξει τις μεταμοσχεύσεις από τυχόν σκάνδαλα που θα μπορούσαν να φέρουν τις μεταμοσχεύσεις πολλά χρόνια πίσω, θεωρεί πως «η θέσπιση του συναισθηματικού δότη ανοίγει μια πόρτα για να μπουν οι οικονομικές συναλλαγές στις μεταμοσχεύσεις». Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς λοιπόν, είμαστε υποχρεωμένοι να αποφασίσουμε τι βλέπουμε στον καθρέφτη. Η Ελλάδα σίγουρα δεν είναι Σουηδία, αλλά ούτε Πακιστάν. Ας αποφασίσουμε σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας κι ας μην περιμένουμε τη λύση από σχέδια νόμου. Οι θεσμοί δεν είναι ουρανοκατέβατοι αλλά λειτουργούν και διαμορφώνονται από όλους εμάς. Αν δεν πιστέψουμε ότι μας αξίζει μια καλύτερη κοινωνία κι ότι μπορούμε να τη δημιουργήσουμε από κοινού, θα μείνουμε για πάντα δέσμιοι του χειρότερου εαυτού μας.

Νεφροπαθής δωρίζει ζωή

Έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως ως νεφροπαθείς έχουμε την ανάγκη συμπαράστασης και αλτρουιστικής διάθεσης της υπόλοιπης κοινωνίας, χωρίς να φανταζόμαστε πως και τα δικά μας όργανα θα μπορούσαν να σώσουν ζωές, όπως και όλων των άλλων. Μια είδηση ωστόσο ήρθε να ανατρέψει τα πάντα στην παραπάνω αντίληψη. Το Σάββατο της 16ης Απριλίου 2011, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένας νεφροπαθής συμμετείχε σε μεταμόσχευση ως δότης ζωτικού οργάνου και όχι ως λήπτης. Η επέμβαση αυτή θεωρείται πρωτοποριακή και για τα παγκόσμια δεδομένα καθώς ελάχιστες τέτοιες μεταμοσχεύσεις έχουν αναφερθεί παγκοσμίως. Συγκεκριμένα ένας 44χρονος νεφροπαθής που έχασε τη μάχη με το θάνατο στην εντατική του Παπαγεωργίου μετά από εγκεφαλικό, δώρισε το ήπαρ του σε συνάνθρωπό μας με πάθηση του ήπατος η ζωή του οποίου βρίσκονταν σε άμεσο κίνδυνο.    
     Είναι γεγονός πως εμείς οι νεφροπαθείς και οι οικογένειές μας, λόγω της προσωπικής μας εμπειρίας, είμαστε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σε θέματα μεταμοσχεύσεων και δωρεάς οργάνων. Η παραπάνω είδηση ωστόσο πάει ένα βήμα παραπέρα, καταργώντας στην πράξη παράλογες διαχωριστικές γραμμές πίσω από τις οποίες η ελληνική κοινωνία τείνει να περιχαρακώνεται. Η μεταμόσχευση αυτή αποδεικνύει περίτρανα πως υγιείς και ασθενείς, λήπτες και δότες, είμαστε όλοι πρόσωπα της ίδιας κοινωνίας, που μας έχει ανάγκη όλους.


Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Reification

Ο μύθος τρέφεται από το μη ον που παραμονεύει στις χαραμάδες του γίγνεσθαι...















Reification (German: Verdinglichung)
From Wikipedia, the free encyclopedia

  • fallacy of treating an abstraction as if it were a real thing
·    where an object is perceived as having more spatial information than is actually present in the original stimulus (Gestalt Psychology)
  • the consideration of an abstraction or an object as if it had living existence and abilities, it implies the thingification of social relations; sometimes called objectification (Marxism)
 Αν η ορατή πλευρά της επιφάνειας ορίζει το πραγματικό προφυλάσ-σοντάς το από το αφηρημένο, η αόρατη μπορεί να γίνει μάρτυρας του γίγνεσθαι και να μας αποκαλύψει την τελική ενότητα των αντιθέτων.